- σπονδοφόρῳ
- σπονδοφόροςone who offers libationsmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπονδοφορώ — και σπονδηφορῶ, έω, Α [σπονδοφόρος] προσφέρω σπονδές … Dictionary of Greek
σπονδηφορώ — έω, Α βλ. σπονδοφορῶ … Dictionary of Greek